- χασμούρημα
- το, -ατοςβλ. χάσμημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χασμούρημα — το, Ν χασμουρητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χασμουριέμαι + κατάλ. ημα (< ρ. σε ώ), πρβλ. σταυροκόπ ημα] … Dictionary of Greek
χάσμημα — χάσμημα, το και χασμούρημα, το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χασμουριέμαι, βαθιά εισπνοή με το στόμα ανοιχτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)